- ευρωπαίος
- -α, -ο (ΑΜ εὐρωπαῑος, -α, -ον, Α και εὐρώπειος, -η, -ον (θηλ. και εὐρωπίς, -ίδος)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ήπειρο Ευρώπη2. (ως κύρ. όν. Ευρωπαίος, -ακάτοικος τής Ευρώπηςνεοελλ.αυτός που έχει συμπεριφορά ή νοοτροπία πολιτισμένου, ευρωπαίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ευρώπη + κατάλ. -αίος, (πρβλ. ακρ-αίος, πρυμν-αίος κ.ά.) ή κατάλ. -ειος (πρβλ. αλωπέκ-ειος κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.